- ὕποπτοι
- ὕποπτοςviewed with suspicionmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
μακκαρθισμός — και μακαρθισμός, ο 1. (στις ΗΠΑ μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο) περίοδος διωγμών εναντίον φιλελεύθερων πολιτών και ιδίως ανθρώπων τού πνεύματος και τής τέχνης οι οποίοι θεωρούνταν ύποπτοι για την ανάπτυξη «κομμουνιστικής δραστηριότητας» 2. κίνηση ή… … Dictionary of Greek
Αλούπης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ιωάννης. Καταγόταν από το Γεωργίτσι Λακωνίας. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα υπό τις διαταγές του Π. Παπαθανασόπουλου και διακρίθηκε στο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη, στα Δολιανά, στην Καλαμάτα και στη Δραμπάλα. 2 … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
Κουβέιτ — Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κουβέιτ Έκταση: 17.818 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.111.561 (2002) Πρωτεύουσα: Κουβέιτ (32.600 κάτ. το 2003)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β και ΒΔ με το Ιράκ και στα Ν και ΝΔ με τη Σαουδική… … Dictionary of Greek
Μπους, Τζορτζ Γουόκερ, ο νεότερος — (George Walker Bush, Jr., Νιου Χέιβεν, Κονέκτικατ ΗΠΑ 1946 –). Αμερικανός πολιτικός, 43ος πρόεδρος των ΗΠΑ (2000 ), γιος του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους (βλ. λ.). Σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων στα πανεπιστήμια Γέιλ και Χάρβαρντ. Αρχικά… … Dictionary of Greek
Ναυτικού, Κίνημα — Απόπειρα εξέγερσης του Πολεμικού Ναυτικού κατά της δικτατορίας, που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1973. Επρόκειτο για μια απόπειρα, της οποίας οι συνωμοτικές κινήσεις δεν χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερη μυστικότητα, ενώ σαφής ήταν και έλλειψη… … Dictionary of Greek
Ντον, Τζον — (John Donne, Λονδίνο ;1572 – 1631). Άγγλος ποιητής. Από καθολική οικογένεια, ανατράφηκε ως καθολικός, σε μια περίοδο κατά την οποία οι μη αγγλικανοί θεωρούνταν ύποπτοι· το γεγονός ότι ανήκε σε μια θρησκευτική μειονότητα εμπόδισε και –κατά ένα… … Dictionary of Greek
ύποπτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που προκαλεί την υποψία, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη: Ύποπτη συμπεριφορά. 2. αυτός που έχει υποψίες, ο γεμάτος υποψίες: Η αστυνομία είναι ύποπτη ότι αυτός έκανε την κλοπή. 3. το αρσ. ως ουσ., ύποπτος άνθρωπος που δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)